- ἐκπερισσῶς
- ἐκπερισσῶςmore exceedinglyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπερισσώς — ἐκπερισσῶς (Α) επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek
υπερεκπερισσώς — Α επίρρ. ὑπερκεπερισσοῡ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκπερισσῶς «ακόμα περισσότερο, υπερβολικά»] … Dictionary of Greek